- μαθεύομαι
- распространиться, становиться известным (о новостях и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαθεύομαι — (μαθεύομαι), μαθεύτηκε μαθεύτηκαν βλ. πίν. 18 (μόνο στο γ πρόσ. αόρ., ως προσ. ή απρόσ.) Σημειώσεις: μαθαίνω – μαθεύομαι : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής (μαθαίνομαι) σε εκφράσεις όπως: μαθαίνεται ο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαθεύομαι — γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι («το νέο μαθεύτηκε αμέσως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ τού μαθαίνω, κατά τα ρ. σε εύω / εύομαι] … Dictionary of Greek
μαθεύομαι — γίνομαι γνωστός: Το κακό μαθεύτηκε γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — μαθαίνω, έμαθα, μαθημένος βλ. πίν. 176 Σημειώσεις: μαθαίνω – μαθεύομαι : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής (μαθαίνομαι) σε εκφράσεις όπως: μαθαίνεται ο έρωτας έτσι; (Χειρόγρ. Ρωξάνης, σελ. 82). Ο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής